παμφανόων — παμφανόων, θηλ. όωσα (Α) αστραφτερός, λαμπερός, ακτινοβόλος («παμφανόων ἠέλιος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος τ. μτχ. τού ρ. παμφαίνω (πρβλ. ἰσχανάᾳς, δεικανόωντο) για διευθέτηση μετρικών αναγκών] … Dictionary of Greek
παμφανόωντα — παμφανόων bright shining pres part act neut nom/voc/acc pl (epic) παμφανόων bright shining pres part act masc acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφανοώσῃ — παμφανόων bright shining pres part act fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφανόωντι — παμφανόων bright shining pres part act masc/neut dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφανόωντος — παμφανόων bright shining pres part act masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφανόωσα — παμφανόων bright shining pres part act fem nom/voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφανόωσαν — παμφανόων bright shining pres part act fem acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφανόωσι — παμφανόων bright shining pres part act masc/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφανόωσιν — παμφανόων bright shining pres part act masc/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)